- μιξαίθρια
- μιξαίθρια, τὰ και μιξαίθριαι, αἱ (Α)εναλλαγή καλού και κακού καιρού («ὕδατα πολλά, λάβρα, μεγάλα, χιόνεςμιξαίθρια τὰ πλεῑστα», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- τού μίγνυμι* / μείγνυμι + αἴθριον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιξαίθρια — alternation of fair and foul weather neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek